παραχωρίζω

παραχωρίζω
Α
παραδίδω («κρίνας ἔνοχον θανάτῳ παρεχώρισα» — τόν έκρινα ένοχο και τόν παρέδωσα νά θανατωθεί, τόν καταδίκασα σε θάνατο, επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + χωρίζω (< χῶρος), πρβλ. κατα-χωρίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραχωρίσῃς — παραχωρίζω hand over aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραχωρίσας — παραχωρίσᾱς , παραχωρίζω hand over aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”